- Βακχείαι
- Βακχείᾱͅ , ΒακχείαBacchic frenzyfem dat sg (attic doric aeolic)Βακχείᾱͅ , Βακχεῖοςoffem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακχεῖαι — Βακχεία Bacchic frenzy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχεῖαι — Βάκχειος of fem nom/voc pl Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres ind mp 2nd sg (epic ionic) Βακχεία Bacchic frenzy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχείαι — βακχείᾱͅ , Βάκχειος of fem dat sg (attic doric aeolic) βακχείᾱͅ , Βακχεία Bacchic frenzy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχεῖ' — Βακχεῖαι , Βακχεία Bacchic frenzy fem nom/voc pl Βακχεῖα , Βακχεῖα of neut nom/voc/acc pl Βακχεῖα , Βακχεῖον Bacchic revelry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχεῖ' — βακχεῖα , Βάκχειος of neut nom/voc/acc pl βακχεῖε , Βάκχειος of masc voc sg βακχεῖαι , Βάκχειος of fem nom/voc pl βακχεῖο , Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres opt mp 2nd sg (epic ionic) βακχεῖαι , Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει … Dictionary of Greek